- σύζυγες
- σύζυξunitedmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα … Dictionary of Greek
οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… … Dictionary of Greek
πρωτονίωση — η, Ν χημ. χημική αντίδραση κατά τη διάρκεια τής οποίας ένα μόριο δέχεται ένα κατιόν υδρογόνου, δηλαδή ένα πρωτόνιο, από ένα οξύ και μετατρέπεται στο συζυγές οξύ του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. protanation (< πρωτόνιο* + ίωση)] … Dictionary of Greek
σύζυξ — υγος, ό, ἡ, Α 1. (κυρίως για υποζύγια) ζευγμένος στον ίδιο ζυγό («πάντα πράγματα παρέχων τῷ σύζυγι [ἵππω]», Πλάτ.) 2. ενωμένος 3. πληθ. oἱ, aἱ σύζυγες άνδρας και γυναίκα ενωμένοι με τα δεσμά τού γάμου, το ανδρόγυνο, οι σύζυγοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν… … Dictionary of Greek
δωδεκάεδρο — Στερεό που έχει δώδεκα έδρες. Αν οι έδρες αυτές είναι κανονικά πεντάγωνα και οι στερεές γωνίες τους είναι ίσες μεταξύ τους, τότε το δ. ονομάζεται κανονικό. Ανάμεσα στα άπειρα πολύεδρα του χώρου, υπάρχουν πέντε κανονικά. To κανονικό δ. είναι ένα… … Dictionary of Greek
εικοσάεδρο — Στερεό σώμα που έχει είκοσι επίπεδες έδρες. Αν και οι είκοσι έδρες του ε. είναι ίσα ισόπλευρα τρίγωνα, τότε λέγεται κανονικό ε. Το κανονικό ε. είναι ένα από τα πέντε κανονικά πολύεδρα που μπορούν να υπάρξουν, είναι συζυγές προς το δωδεκάεδρο και… … Dictionary of Greek